νευρασθενής

νευρασθενής
-ές
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που πάσχει από νευρασθένεια, ο νευρασθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurasthenic < νευρ(ο)-* + ασθενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νευρασθενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει από νευρασθένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νευρασθενικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευρασθένεια 2. (ως επίθ. και ως ουσ.) (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νευρασθένεια, ο νευρασθενής. επίρρ... νευρασθενικώς και ά με νευρασθενικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρασθενής. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • ασθενής — ές (AM ἀσθενής, ές) 1. ο άρρωστος 2. ο αδύναμος αρχ. 1. ο άπορος, ο φτωχός («ὅ τ ἀσθενὴς ὅ τε πλούσιος») 2. ο ασήμαντος 3. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία («τὸ ἀσθενὲς τῆς γνώμης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σθενής < σθένος. Η λ. ασθενής ήταν σε… …   Dictionary of Greek

  • νευρ(ο)- — α συνθετικό πολλών επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεύρο και εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνεια από την ξεν. ορολογία (νευρομυελίτιδα, πρβλ. αγγλ. neuromyelitis νευροτομία, πρβλ. αγγλ. neurotomy… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”